29.10.2012

Ο φιλόσοφος Σωκράτης και οι απατεώνες

23 Μαρτίου «2011»

Διαβάζοντας κανείς προσεκτικά τις διάφορες ελληνόγλωσσες ιστοσελίδες και τα μπλογκ, συμπεράνει ότι στη σύγχρονη «Ελλάδα» συμβαίνουν πολύ περίεργα πράγματα. Οι θεοί των Ελλήνων θεωρούνται «εξωγήινοι», το Βυζάντιο ελληνικό και οι αρχαίοι φιλόσοφοι ήταν μονοθεϊστές. Οι λάτρεις του βυζαντινού καθεστώτος και διάφοροι φανατικοί ισχυρίζονται ότι ο Σωκράτης ήταν και αυτός μονοθεϊστής. Γι‘ αυτό τον «σκότωσαν οι ειδωολολάτρες». Υπάρχουν και εκείνοι που παρομοιάζουν τον Σωκράτη ή τον Πλάτωνα με τον Μωυσή, παρουσιάζοντας τους μάλιστα ως προφήτες «του ενός Θεού», αλλά το μόνο που πετυχαίνουν με αυτή τη «στρατηγική» είναι να φανερώνουν την προχειρότητα με την οποία χειρίζονται τις πηγές. Καταρχάς, ο Σωκράτης δεν ήταν ο μόνος φιλόσοφος που εκδιώχθηκε στην Αθήνα για τις ιδέες του. Υπήρχαν και άλλοι φιλόσοφοι, όπως ο Πρωταγόρας. Γι‘ αυτό κάποιοι άνθρωποι εσφαλμένα νομίζουν ότι η αρχαία Αθήνα δεν ήταν τελικά τόσο δημοκρατική ή ανοιχτή όσο νομίζαμε. Άλλοι κάνουν λόγο για λογοκρισία ή ακόμη και μισαλλοδοξία στην αρχαία Ελλάδα. Δεν προσπαθούν να κατανοήσουν τον ελληνικό πολιτισμό, αλλά αντιθέτως προβάλλουν τα δικά τους στερεότυπα στους Έλληνες. Έτσι διαμορφώθηκε ή μάλλον καλλιεργήθηκε στην Νεοελλάδα η άποψη ότι οι φιλόσοφοι εκδιώχθηκαν εξαιτίας των θρησκευτικών τους πεποιθήσεων. Όμως, όπως πολύ σωστά παρατηρεί ο Κώστας Ε. Μπέης, ομότιμος καθηγητής της πολιτικής δικονομίας στο πανεπιστήμιο Αθηνών, «σ‘ όλες αυτές τις περιπτώσεις ποινικής δίωξης των στοχαστών, τα κίνητρα ήταν πολιτικά». Και συνεχίζει: «Είναι έξω από κάθε αμφιβολία ότι η πόλη των Αθηνών δεν διαπνεόταν από μισαλλοδοξία απέναντι σε νέες και ξένες θεότητες. Η μισαλλοδοξία δεν έχει θέση μέσα στους κόλπους πολυθεϊκής θρησκείας».[1]



Αυτές οι διατυπώσεις ανήκουν βέβαια στα προφανή και αυτονόητα της σύγχρονης παγκόσμιας επιστήμης. Για τον κάθε λογικό άνθρωπο λήγει εδώ η συζήτηση, αφού δεν υπάρχει λόγος για προβληματισμό, το «ερώτημα» (που δεν υπήρξε ποτέ ερώτημα) έχει ήδη απαντηθεί. Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα, πάντα ήταν. Υπό λογικές συνθήκες δεν θα χρειαζόταν καν να ασχοληθούμε με τέτοιες θεωρίες ή να γράφουμε σχετικά άρθρα. Μόνο που η «απέναντι» πλευρά αδιφαφορεί για τη σύγχρονη επιστήμη, όταν αυτή δεν επιβεβαιώνει τους ισχυρισμούς και δεν υπηρετεί τα συμφέροντα της. Ως εκ τούτου συνεχίζουν πεισματικά με τις αερολογίες τους, οι οποίες φυσικά δεν πείθουν κανέναν που ζει εκτός της εναλλακτικής πραγματικότητας του «ελληνοχριστιανισμού». Όμως που στηρίζουν τους ισχυρισμούς τους; Κυρίως στην λέξη «ΘΕΟΣ». Στην σημερινή Ελλάδα ο όρος «ΘΕΟΣ» είναι ταυτόσημος με το χριστιανικό θεό, τον Γιαχβέ. Λίγοι είναι βέβαια εκείνοι οι χριστιανοί που γνωρίζουν την ταυτότητα του θεού τους, που δεν είναι κανένας άλλος από το θεό των Ιουδαίων και του Τανάκ («Παλαιά Διαθήκη»), ενώ η ίδια η εκκλησία τους το ομολογεί στην «Βιβλιοθήκη Ελλήνων Πατέρων και Εκκλησιαστικών Συγγραφέων» (ΒΕΠΕΣ), όπου τον αποκαλεί το θεό «τω Αδάμ, τω Νώε, τω Αβραάμ, τω Ισαάκ, τω Ιακώβ, Σαμουήλ τε και Δαυίδ». Στην Ρωμιοσύνη, με τον όρο «ΘΕΟΣ» νοείται λοιπόν ο τριαδικός Γιαχβέ, επομένως, είναι λογικό οι άνθρωποι να τον μπερδεύουν ή ταυτίζουν με τις χριστιανικές αντιλήψεις, εξάλλου, πιστεύουν πως μόνο ο δικός τους θεός είναι αληθινός. Οι απολογητές του Βυζαντίου επιδιώκουν να πείσουν τους ανθρώπους για την υποτιθέμενη «πίστη» των Ελλήνων φιλοσόφων στον «ένα Θεό», ότι τάχα είχαν απορρίψει τους μύθους (ταυτίζουν τους μύθους με τη θρησκεία) και λαχταρούσαν τον ερχομό του Ιησού ή Γεσούα μπεν Γιοσέφ, τον μασιάχ («μεσσία») των Ιουδαίων.

Μας παρουσιάζουν βωμούς προς τιμήν του ΑΓΝΩΣΤΟΥ ΘΕΟΥ, χωρίς τις απαιτούμενες επεξηγήσεις, γιατί πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο θεός των Ιουδαίων, ο θεός της βίβλου δεν ήταν καθόλου άγνωστος στην αρχαιότητα, όπως και ο βωμός αυτός, στον οποίο αναφέρονται πολύ συχνά, ήταν αφιερωμένος ΣΕ ΟΛΟΥΣ τους άγνωστους θεούς. Επίσης, μας παρουσιάζουν αποσπάσματα αρχαίων κειμένων όπου αναφέρεται η λέξη ΘΕΟΣ και το κοινό, στο οποίο απευθύνονται, βγάζει το συμπέρασμα στο οποίο το οδήγησαν οι βυζαντινοί δημαγωγοί, χωρίς να σκεφτούν τα εξής: 1. η λέξη ΘΕΟΣ είναι ελληνική, άρα δεν αναφέρεται πρωτίστως στον Γιαχβέ, αλλά στον ελληνισμό και τη δική του θρησκεία, 2. οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν τον όρο ΘΕΟΣ εκατοντάδες χρόνια πριν την επινόηση του τριαδικού Γιαχβέ και την επιβολή του χριστιανισμού στην Ελλάδα, 3. οι Έλληνες, όταν μιλούσαν για ΘΕΟ, δεν εννοούσαν το χριστιανικό θεό, συνεπώς, η προβολή του χριστιανικού φαντασιακού στο ελληνικό έθνος είναι άνευ νοήματος. Επιπλέον, πρέπει να γνωρίζουμε ότι ο «ΔΙΑΣ» των αρχαίων κειμένων μεταφράζεται στην Νεοελληνική, Αγγλική και Γερμανική συνήθως ως «ΘΕΟΣ», το ίδιο ισχύει πολλές φορές και για τον πληθυντικό «ΘΕΟΙ» («ΘΕΟΣ» και «ΘΕΟΙ» σήμαινε ακριβώς το ίδιο πράγμα για τους Έλληνες). Έτσι, όταν ο Σωκράτης λέει στην αρχή της Απολογίας του «ΟΥ ΜΕΝΤΟΙ ΜΑ ΔΙΑ Ω ΑΝΔΡΕΣ ΑΘΗΝΑΙΟΙ»[2], ο ΔΙΑΣ μεταφράζεται λ.χ. στην Γερμανική ως «Θεός» («Gott»). Αλλά τί γίνεται στην Ελλάδα; Εδώ θέλουν κάποιοι να μας πείσουν ότι οι Έλληνες, όταν μιλούσαν για «Θεό», εννοούσαν τον Γιαχβέ, με τη λογική ότι οι περισσότεροι σύγχρονοι Ρωμιοί εννοούν με «Θεό» το δικό τους θεό. Κοντολογίς, παίζουν με τις λέξεις.

Κάπως έτσι μετέτρεψαν τον φιλόσοφο Σωκράτη σε «μονοθεϊστή», ο οποίος, έτσι μας λένε, θανατώθηκε για την «πίστη» του «στον ένα και αληθινό θεό». Τα πράγματα όμως ήταν τελείως διαφορετικά. Ο Σωκράτης κατηγορήθηκε και θανατώθηκε για καθαρά πολιτικούς λόγους, όπως μας φανερώνει η «Απολογία του Σωκράτους», όμως με επίσημη κατηγορία την ασέβεια, επειδή η θρησκεία, η πολιτειακή λατρεία λειτουργούσε -ειδικά μετά τον Πελοποννησιακό Πόλεμο- ως «κίονας» της δημόσιας τάξης της πόλεως. Ο Σωκράτης κατηγορήθηκε, μεταξύ άλλων, να μη λατρεύει τους θεούς της πόλης και να παραπλανεί τους νέους. Ο ίδιος δήλωσε πως οι κατηγορίες εναντίον του ήταν ψευδείς.


Κατηγορήθηκε εξαιτίας της ιδιαίτερης σοφίας του, λέει ο 70χρονος Σωκράτης στην Απολογία του ενώπιον των δικαστών, όπως μας την παραθέτει ο Πλάτων στην Σωκράτους Απολογία του. Μάρτυρα της σοφίας του ονομάζει τον «ΘΕΟΝ ΤΟΝ ΕΝ ΔΕΛΦΟΙΣ»[3], το θεό των Δελφών (Απόλλων). Αφού λοιπόν μας εξηγεί ποιόν θεό εννοεί, συνεχίζει να αναφέρεται στη συνέχεια σε αυτόν ως «Ο ΘΕΟΣ».[4] Κάποια μέρα πέρασε ο Χαιρεφών, ένας φίλος του Σωκράτη, από τους Δελφούς και σκέφτηκε να επισκεφτεί το περίφημο μαντείο των Δελφών για να υποβάλει μια ερώτηση. Ζητάει να μάθει από την Πυθία αν υπάρχει σοφότερος άνθρωπος από τον Σωκράτη. Ο Απόλλωνας του απάντησε διά στόματος της Πυθίας ότι ο Σωκράτης ήταν ο σοφότερος όλων. Ο χρησμός αυτός είναι αληθινός. Όταν ο Σωκράτης έμαθε έμαθε για τον χρησμό, προβληματίστηκε. Δε θεωρούσε τον εαυτό του καθόλου σοφό και έτσι άρχισε να ερευνά τη σημασία του χρησμού που έδωσε ο θεός. Επειδή ο θεός δεν ψεύδεται («ΟΥ ΓΑΡ ΔΗΠΟΥ ΨΕΥΔΕΤΑΙ»[5], πρέπει να γνώριζε κάτι που δεν γνώριζαν οι Αθηναίοι, αλλιώς δε θα είχε κανένα νόημα ο χρησμός του. Έτσι ο Σωκράτης άρχισε να επισκέπτεται όλους όσους θεωρούνταν σοφοί για να κουβεντιάσει μαζί τους. Μέσα από τον διάλογο ανακάλυψε ότι εκείνοι που ήταν ξακουστοί για τις γνώσεις τους, τελικά δεν ήταν σοφοί. Ήθελε λοιπόν με την μέθοδο του να τους βοηθήσει να αντικρίσουν τα όρια της γνώσης τους. Πολλοί νέοι ακολουθούσαν τον Σωκράτη στους δρόμους της Αθήνας και υπήρξαν ακροατές των συζητήσεων των. Αυτοί οι νέοι αποφάσισαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του και άρχισαν με τη σειρά τους να αμφισβητούν τους ειδήμονες της πόλης, βλέποντας τον Σωκράτη να «αποσυναρμολογεί» τη φήμη τους. Γι‘ αυτό εκείνοι άρχισαν να τον απεχθάνονται («ΕΝΤΕΥΘΕΝ ΟΥΝ ΤΟΥΤΩ ΤΕ ΑΠΗΧΘΟΜΗΝ…»), όπως λέει ο Σωκράτης.[6] Βάζοντας, όπως λέει, τα λόγια του θεού πάνω απ‘ όλους, έπρεπε να αποδεχτεί πως σε σχέση με εκείνους ήταν πραγματικά σοφός, αφού εκείνοι νόμιζαν πως ήταν ειδήμονες, ενώ δεν ήταν, όμως ο Σωκράτης  δε νόμιζε κάτι τέτοιο για τον εαυτό του, δεν είχε αυταπάτες, είχε γνώση των ορίων του. Και για το λόγο αυτό ήταν ο σοφότερος όλων. Στη μέση της Απολογίας του λέει πως τελικά μόνο ο θεός φαίνεται να είναι σοφός («ΤΩ ΟΝΤΙ Ο ΘΕΟΣ ΣΟΦΟΣ ΕΙΝΑΙ») και ότι με τον χρησμό του ήθελε απλά να πεί ότι η ανθρώπινη σοφία δεν έχει μεγάλη αξία.[7] Ο Σωκράτης είπε ότι ζούσε φτωχά και αφιερωμένος στον Απόλλωνα. Δρούσε στο όνομα του θεού («ΠΕΝΙΑ ΜΥΡΙΑ ΕΙΜΙ ΔΙΑ ΤΗΝ ΤΟΥ ΘΕΟΥ ΛΑΤΡΕΙΑΝ») και για το λόγο αυτό δεν είχε χρόνο για άλλες ασχολίες, όπως λ.χ. την απόκτηση εισοδήματος ή την παραπλάνηση των νέων.[8] Ο Σωκράτης λέει ότι τον κατηγόρησαν επειδή δεν είχαν το θάρρος να παραδεχτούν το γεγονός πως η όποια γνώση τους περιοριζόταν από την ίδια την φθαρτή ανθρώπινη φύση. Με λίγα λόγια, έλεγαν ανοησίες και πίστευαν πως είναι σοφοί.

Όμως οι κατήγοροι του Σωκράτους Μέλητος, Άνυτος και Λύκων, εκπρόσωποι της κυρίαρχης τάξης των Αθηναίων, δεν εκτόξευσαν απλά μία κατηγορία εναντίον του, αλλά τον εμφάνιζαν ως επικίνδυνο για τη δημόσια τάξη, κατηγορώντας τον ότι δεν λάτρευε τους θεούς της πόλης και ότι ήθελε να εισάγει ΔΑΙΜΟΝΙΑ ΚΑΙΝΑ, δηλ. νέους θεούς.[9] Δεν άντεξαν βέβαια στα επιχειρήματα του, δίνοντας έτσι στον Σωκράτη την ευκαιρία να φανερώσει στους δικαστές με ευκολία την γελοιότητα των καταγγελιών εναντίον του. Όσο ζούσε ήθελε να υπακούει στον Απόλλωνα και να ασκεί την φιλοσοφία («ΠΕΙΣΟΜΑΙ ΔΕ ΜΑΛΛΟΝ ΤΩ ΘΕΩ Η ΥΜΙΝ…»).[10] Ήταν πεποίθεση του, τίποτα καλύτερο είχε συμβεί στην Αθήνα από την δραστηριότητα του στο όνομα του θεού.[11] Οδηγούσε τους συμπολίτες του στον αυτοέλεγχο των πεποιθήσεων τους. Τους οδηγούσε στην αυτογνωσία. Η διάρκεια ζωής των ανθρώπων είναι σύντομη και οι γνώσεις τους περιορισμένες, συνεπώς δεν αρμόζει στον άνθρωπο να έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του. Αυτή η μετριοφροσύνη ήταν η ιδιαίτερη σοφία του Σωκράτη. Αυτή ήταν η προσφορά του προς τους συμπολίτες του. Κατά τον Σωκράτη, ο Απόλλωνας τον έστειλε στους Αθηναίους για να τους ξυπνήσει. Τον έστειλε γιατί νοιαζόταν γι‘ αυτούς («Ο ΘΕΟΣ ΥΜΙΝ ΕΠΙΠΕΜΨΕΙΕΝ ΚΗΔΟΜΕΝΟΣ ΥΜΩΝ»).[12]

Εξήγησε επίσης ανοιχτά και ξεκάθαρα ότι λάτρευε τους θεούς όσο κανείς εκ των κατηγόρων του. (12) («ΑΛΛΑ ΠΟΛΛΟΥ ΔΕΙ ΟΥΤΩΣ ΕΧΕΙΝ· ΝΟΜΙΖΩ ΤΕ ΓΑΡ Ω ΑΝΔΡΕΣ ΑΘΗΝΑΙΟΙ, ΩΣ ΟΥΔΕΙΣ ΤΩΝ ΕΜΩΝ ΚΑΤΗΓΟΡΩΝ»). Όσοι διάβασαν Πλάτωνα ή Ξενοφώντα (13) το γνωρίζουν αυτό. Ο Σωκράτης ήταν ένας άνθρωπος που έβαζε τη φωνή της συνείδησης του πάνω από την γνώμη της μάζας, πάνω από εκείνα που ο πολύς κόσμος θεωρούσε πρέπον και καλό. Ήταν απ' ότι ξέρω ο πρώτος (ή τουλάχιστον από τους πρώτους) που θεώρησε τον εαυτό του όχι απλά Αθηναίο, ούτε μόνο Έλληνα, αλλά πολίτη του κόσμου (14). Η νοοτροπία του τον έφερε σε σύγκρουση με την δομή της τότε κοινωνίας, η οποία βρισκόταν σε κρίση, και ενώ καταδικάστηκε, ήταν όχι εχθρός της πόλης του ή παραπλανητής των νέων, αλλά ο ευεργέτης της Αθήνας. Ακόμη κι όταν του εδόθη η ευκαιρία να δραπετεύσει από τη φυλακή, όπου περίμενε την εκτέλεση της δικαστικής απόφασης, παρέμεινε άφοβος απέναντι στο θάνατο και ούτε καν πέρασε η ιδέα από το μυαλό του να δραπετεύσει, αφού δεν είχε λόγο. Ούτε ψέματα είπε ούτε αδίκησε κανέναν. Πέθανε όπως έζησε: ήρεμος και γαλήνιος σαν αληθινός φιλόσοφος.

 Για τον δήθεν αρχαιοελληνικό μονοθεϊσμό θέλω να πώ πως είναι διεθνώς γνωστό ότι δεν υπήρχε «μονοθεϊσμός» στην αρχαία Ελλάδα (παρά μόνον ενοθεϊστικές τάσεις) και ούτε η θρησκεία του Ελληνισμού υπήρξε ποτέ μονοθεϊστική: Η θρησκεία των Ελλήνων, γνωστή σήμερα σε πολλούς ως «Δωδεκαθεϊσμός», είναι κοσμοθεϊστική, ή για να γίνω πιο ακριβής, ένας πολυθεϊστικός κοσμοθεϊσμός. Ούτε ένας Έλληνας υπήρξε μονοθεϊστής ούτε ο Σωκράτης, ο Πλάτωνας έτσι κι αλλιώς όχι, αλλά ούτε ο Ξενοφάνης, ο οποίος όντως απέρριψε κάποια στοιχεία της θρησκείας, αναγνώριζε όμως πολλούς θεούς, ανάμεσά τους όμως διέκρινε έναν υπέρτατο θεό. Δεν εννοούσε όμως τον χριστιανικό θεό που επινοήθηκε εκατοντάδες χρόνια αργότερα, αλλά τον θεό των Ελλήνων, τον Δία.[16] Η αλήθεια είναι ότι όλοι οι Έλληνες φιλόσοφοι και ρήτορες που γνώρισαν τον χριστιανισμό, τον απέρριψαν, άλλοι τον εχθρεύτηκαν κιόλας, ενώ παράλληλα διατηρούσαν ζωντανή την ελληνική θρησκεία, φιλοσοφία και παιδεία (Πλωτίνος, Κέλσος, Πορφύριος, Ιουλιανός, Πρόκλος κ.ά.). Δεν υπάρχει κανένας λόγος για να υποθέσουμε πως εκείνοι που δεν τον γνώρισαν δε θα τον απέρριπταν. Με βάση των στοιχείων μάλλον το αντίθετο ισχύει. Επίσης ψεύδονται για τη φύση του στωϊκισμού, ο οποίος υβρίζεται, λέγοντας ότι επηρεάστηκε από τον χριστιανισμό. «Ο Bonhöffer απόδειξε πως ο Επίκτητος δεν ήταν επηρεασμένος από την Καινή Διαθήκη.»[17] «Ήδη το 1708 ο M. Rossal ανάφερει τα στοιχεία της στωϊκής διδασκαλίας που δεν συμβιβάζονται με το μύνημα του Ευαγγελίου: ο πολυθεϊσμός, οι όρκοι, η αποδοχή της αυτοκτονίας, η περηφάνεια και η παντοδυναμία του σχεδόν αποθεωμένου ανθρώπου. Με την 120-σελιδη πραγματεία του ήθελε να αποδείξει ‹ότι ο Επίκτητος δεν ήταν χριστιανός›.»[18] Ο Paul Veyne δε ξεκαθαρίζει: «Ο Πλάτωνας, οι Στωικοί και ο Πλωτίνος ήταν πολυθεϊστές.»[19] Το ίδιο ισχύει βεβαίως για τον Αριστοτέλη.[20] Όσον αφορά τον δήθεν μονοθεϊσμό αυτών ή άλλων φιλοσόφων αποσαφηνίζει ότι με τον όρο «θεός» οι Έλληνες φιλόσοφοι εννοούσαν τον Δία,[20] αλλά και η γενική αναφορά στους θεούς γίνεται μερικές φορές με τον ίδιο όρο. Αυτός ο όρος δεν υποδεικνύει καμία μονοθεϊστική λατρεία. Έτσι κι αλλιώς «ο μονοθεϊσμός δεν είναι βασικό στοιχείο της ιστορίας των θρησκειών».[21] Στην αρχαία Ελλάδα ο αριθμός των θεών δεν έπαιζε κανέναν ρόλο όσον αφορά την ύπαρξη και σχέση των θεών με τον κόσμο.[22] Ο ενικός αριθμός «ΘΕΟΣ» χρησιμοποιείται ως κοινό ουσιαστικό (όπως λέμε ο άνθρωπος, το ζώο κτλ.). Έτσι για παράδειγμα χρησιμοποιείται ο όρος ΘΕΟΣ στα κείμενα του Πλάτωνος. Στις περισσότερες περιπτώσεις η λέξη ΘΕΟΣ είναι ανταλλάξιμη και ισοδυναμεί με τη λέξη ΘΕΟΙ και ερμηνεύεται ως γενικός, συλλογικός όρος.[23] Συνεπώς, με τον όρο «Θεό» οι Έλληνες φιλόσοφοι εννοούσαν τον Δία, τον ύπατο θεό των Ελλήνων, την πηγή κάθε ύπαρξης στην οποία επιστρέφουν όλα τα έμβια όντα.[24]

Όσοι λοιπόν μιλάνε για μονοθεϊσμό στην αρχαία Ελλάδα και ισχυρίζονται ότι ο Σωκράτης πίστευε στον «ένα θεό», αδικούν και κατασυκοφαντούν τον ίδιο τον Σωκράτη, ο οποίος δήλωσε λάτρης των θεών, τον Πλάτωνα και Ξενοφώντα ως ψεύτες. Θέλουν να πιστεύουν ότι ο Σωκράτης απέκρυψε την αλήθεια στην Απολογία του και ότι οι κατηγορίες εναντίον του ήταν αληθές, συμφωνούν δηλαδή με τις ανόητες καταγγελίες εναντίον του και «δικαιώνουν» τους κατηγορητές του για να ικανοποίησουν τις δικές τους ψυχολογικές ανάγκες. Βασίζονται στις κατηγορίες εναντίον του για να αποδείξουν ότι ήταν τάχα… μονοθεϊστής! Ας μη δίνουμε λοιπόν σημασία στις ιδεοπληξίες φανατικών απατεώνων, μιας και η διαστρέβλωση της φιλοσοφίας είναι το μόνο σταθερό χαρακτηριστικό του θρησκευτικού τους κόσμου. Η ιστορία έχει προ πολλού αθωώσει τον Σωκράτη.

Στυλιανός Αρίστων Κοροβίλας, 23 Μαρτίου «2011»



Πηγές:

1) Κώστας Ε. Μπέης, Οι διωγμοί κατά των φιλοσόφων παρά τους δημοκρατικούς θεσμούς, από την ιστοσελίδα του: Κostas Βeys (Συγγραφικό έργο: Φιλοσοφία), τελευταία πρόσβαση: 6 Μαρτίου 2020.
2) Manfred Fuhrmann, Platon: Apologie des Sokrates. Griechisch/Deutsch, σελ. 4, Ντίτζιγκεν: Reclam, 1986.
3) Πλάτων, Απολογία Σωκράτους, 20e
4) αυτόθι 21b
5) αυτόθι 21b
6) αυτόθι 21d
7) αυτόθι 23a
8) αυτόθι 23c
9) αυτόθι 24c
10) αυτόθι 29d
11) αυτόθι 30a
12) αυτόθι 31a
13) αυτόθι 35d
14) Ξενοφών: Απομνημονεύματα, Α‘ Ι 1-3: «Πολλές φορές αναρωτήθηκα με ποιά τέλος πάντων επιχειρήματα έπεισαν τους Αθηναίους αυτοί που κατηγόρησαν τον Σωκράτη ότι άξιζε τάχα να καταδικαστεί σε θάνατο από την πόλη. Η καταγγελία εναντίον του ήταν η εξής: Ο Σωκράτης διαπράττει αδίκημα, γιατί δεν πιστεύει στους θεούς που πιστεύει η πόλη καί προσπαθεί να εισάγει νέους θεούς‘ διαπράττει επίσης αδίκημα, γιατί διαφθείρει τους νέους. Πρώτα λοιπόν ποιά απόδειξη χρησιμοποίησαν για το ότι δεν πίστευε στους θεούς που πιστεύει η πόλη; Ωστόσο φανερά πολλές φορές πρόσφερε θυσίες στο σπίτι του, πολλές φορές καί στους κοινούς βωμούς της πόλης καί φανερά κατέφευγε καί στη μαντική. Είναι αλήθεια ότι ο Σωκράτης έλεγε πως το δαιμόνιο του έδειχνε το μέλλον, γι‘ αυτό νομίζω ότι τον κατηγόρησαν πως εισάγει νέους θεούς. Αυτός όμως δεν εισήγαγε τίποτα πιο καινούριο απ‘ ό,τι οι άλλοι, όσοι πιστεύοντας στη μαντική χρησιμοποιούν τα πουλιά καί
τις προφητικές φωνές καί τα φυσικά σημάδια καί τις θυσίες.»
15) Πλούταρχος, Ηθικά, 15ος Τόμος.
16) Edwin Oliver James: Der Kult der Grossen Göttin. Mit einem Vorwort von Kurt Derungs, σελ. 310 και 341, Βέρνη: Amalia, 2003.
17) Kurt Steinmann, Epiktet: Handbüchlein der Moral. Griechisch/Deutsch, σελ. 105, Ντίτζιγκεν: Reclam, 1992.
18) αυτόθι, σελ. 105-106.
19) Paul Veyne, Die griechisch-römische Religion. Kult, Frömmigkeit und Moral, σελ. 163, Ντίτζιγκεν: Reclam, 2008.
20) Jonathan Barnes, Aristotle: A Very Short Introduction, σελ. 101, Οξφόρδη/Νέα Υόρκη, 2000.
21) Paul Veyne, Die griechisch-römische Religion. Kult, Frömmigkeit und Moral, σελ. 52, Ντίτζιγκεν: Reclam, 2008.
22) αυτόθι, σελ. 53.
23) Gilbert Francois, Le polythéisme et l’emploi au singulier des mots theos, daimon dans la littérature grecque d’Homère à Platon, σελ. 307, Παρίσι: Les Belles Lettres, 1957.
24) αυτόθι, σελ. 299-300.
25) Edwin Oliver James: Der Kult der Grossen Göttin. Mit einem Vorwort von Kurt Derungs, σελ. 310, 341, Βέρνη: Amalia, 2003.