29.10.2012

Ένας Έλληνας για τον χριστιανικό Σατανά

Διαβάζουμε και ακούμε πολλές φορές από θρησκόληπτους, αλλά και από τους κρατούντες θεοκράτες (που απλώς υπερασπίζονται τα επαγγελματικά τους συμφέροντα), πως οι λατρεία των εθνικών θεών είναι «σατανολατρεία». Ο Σατανάς (Σαταναήλ ή שטן, «ο κατήγορος») είναι το πνευματικό «παιδί» του Ιουδαϊσμού και των αιρέσεων του (Χριστιανισμός και Ισλάμ). Αφορά εκείνους που τον δημιούργησαν και που τον τρέφουν καθημερινά με ψυχική ενέργεια. Ανήκει αποκλειστικά στους Ιουδαίους, Χριστιανούς και Μουσουλμάνους. Δεν υπάρχει λοιπόν «σατανολατρεία» εκτός των ορίων του μονοθεϊσμού, ιδίως του χριστιανισμού.

Τον Έλληνα, όπως και κάθε «Εθνικό», δεν αφορά καθόλου και ούτε τον απασχολεί αυτό το προϊόν παθολογικών αντιλήψεων. Έπειτα, για να μπορέσει κάποιος να πιστέψει σε έναν Σατανά ή Αντίχριστο, θα πρέπει πρώτα να έχει αποδεχτεί τον Τζεσούα μπεν Γιοσέφ ως σωτήρα ή τουλάχιστον τον Γιαχβέ ως θεό του και ως θρήσκευμά του μία από τις διαφορες ιουδαϊκές σέκτες (χριστιανισμός, μουσουλμανισμός, μορμονισμός, κλπ.), πρέπει δηλαδή να είναι «πιστός» ενός ιουδαϊκού θρησκεύματος. Αφού ο Έλληνας δεν πιστεύει σε Χριστούς, στο Γιαχβέ και στα ιουδαιοχριστιανικά δόγματα, – γενικώς δεν «πιστεύει» με την σημερινή έννοια του όρου – είναι λογικό, όχι μονο να μη λατρεύει αυτή τη φιγούρα, αλλά και να αδιαφορεί για την υποτιθέμενη «ύπαρξη» της, αφού είναι εφεύρεση μίας διαφορετικής κοσμοαντίληψης, απολύτως ξένης προς το πολιτισμό του.

Το ίδιο ακριβώς ισχύει για την ιδέα της κόλασης για τους «άπιστους», «παραβάτες» και «αιρετικούς», η οποία αντικατοπτρίζει απόλυτα τον χαρακτήρα της λατρείας που έχει ενσωματωμένη αυτήν την ιδέα, αλλά και των ανθρώπων που πιστεύουν σε κάτι τέτοιο. Πρόκειται για μία ιδέα εντελώς αντίθετη προς την αγάπη, ανάξια για τον άνθρωπο και υβριστική απέναντι στη θεότητα. Ο θεός – ή ο Δίας για εμάς τους Έλληνες – δεν διαχωρίζει τα έμβια όντα σε «καλά» και «κακά» (τι γελοίο, να συμπεριφέρεται ο θεός σαν άνθρωπος). Η αγάπη δεν αποκλείει. Δεν αναθεματίζει ούτε καταδικάζει. Η αγάπη προωθεί την ελευθερία ως πραγμάτωση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. (Εδώ πρέπει να σημειωθεί πως ο γράφων δεν νοεί την αγάπη σαν φλυαρία ή συναίσθημα. Το συναίσθημα που ο σημερινός άνθρωπος ονομάζει αγάπη, συνήθως δεν είναι αγάπη. Η αγάπη είναι μια καθαρά νοητική υπόθεση και συμπεριφορά, η οποία, αν δεν οριστεί, δεν χρησιμεύει σε τίποτα τους ανθρώπους.) Στον ελληνισμό τουλάχιστον ο άνθρωπος δεν στέκεται σαν δούλος ή υπήκοος απέναντι στο θεό. Και ο θεός δεν είναι δυνάστης ούτε δικτάτορας. Αναγνωρίζει στον κάθε άνθρωπο το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και ελεύθερης επιλογής. Όχι μόνο επιτρέπει, αλλά παρακινεί όλα τα πλάσματα στην ελευθερία. Μας αναγνωρίζει την έμφυτη ελευθερία να σφάλλουμε και να διδαχθούμε από τα σφάλματα μας, ώστε να μπορέσουμε να αναπτυχθούμε μέσα από πολλές και σύνθετες νοητικές διεργασίες (συλλογισμός).

Ο θεός δεν ανταμείβει ούτε τιμωρεί. Ούτε ασχολείται μέρα - νύχτα με τους ανθρώπους και την ανάλυση των χυδαίων σκέψεων τους. Είναι ο άνθρωπος που τα κάνει όλα. Ο ανθρώπινος ναρκισσισμός είναι αυτός που μετέφερε το ανθρώπινο είδος στο επίκεντρο του σύμπαντος κόσμου, όχι ο θεός. Ο άνθρωπος ανταμείβει και τιμωρεί με κάθε πράξη και σκέψη τον εαυτό του. Το να αποδίδει κανείς συνεχώς την τύχη ή ατυχία, υγεία ή ασθένεια του σε θεούς ή σατανάδες είναι δείγμα ανωριμότητας και έλλειψη αυτογνωσίας (η ψυχολογία κάνει λόγο για «external locus of control» ή «εξωτερικού τόπου ελέγχου»). Η αυτογνωσία είναι η απαρχή κάθε πραγματικής προσωπικής και συλλογικής ελευθερίας, έγραψε ο γνωστός ψυχαναλυτής Έριχ Φρόμμ. Αυτογνωσία ωστόσο σημαίνει επίγνωση του εαυτού, των κινήτρων και ορίων μας. Ο θεός δεν δυστυχεί λόγω της ανθρώπινης ανοησίας ούτε προκαλεί δυστυχία σε άλλους (Επίκουρος). Η δικαιοσύνη είναι η «αδελφή» των εποχών (Ησίοδος), δηλ. ένας φυσικός μηχανισμός του σύμπαντος και απόδειξη της νομοτέλειας του.

Νομίζω ότι όσοι πιστεύουν σε σαδιστή θεό χωροφύλακα δεν μπορούν να αναπτυχθούν πνευματικά, να αλλάξουν στάση ζωής ή να δούνε τις δυσκολίες της ζωής ως ευκαιρίες και όχι ως τιμωρίες. Ήδη καταδίκασαν τον εαυτό τους. Η θρησκεία τους τους κατάντησε να ψάχνουν αυτοπεποίθεση και ασφάλεια έξω από τον ίδιο τους τον εαυτό, να είναι τα αιώνια παιδιά που ακολουθούν μια σειρά δασκάλων, κηρύκων και μοναχών, παπαγαλίζοντας όσα αυτοί τους λένε, χωρίς να έχουν δική τους γνώμη ή την τόλμη να απορρίψουν τα (συνήθως) παράλογα που ακούνε. Είναι μαζάνθρωποι και τους λείπει κάθε πνευματική αυθεντικότητα.
Ο Σατανάς, όπως τον γνωρίζουμε σήμερα, είναι στοιχείο της χριστιανικής μυθολογίας, όχι της ελληνικής. Άρα δεν μπορεί κανείς Έλληνας να ανταποκριθεί ζωτικά σε αυτό το κατασκεύασμα φοβισμένων και διεστραμμένων μυαλών.  Το μεγαλύτερο κόλπο του χριστιανισμού είναι να μας πείσει ότι υπάρχει σατανάς. Καμία άλλη θρησκεία παίζει τόσο πολύ με τους -στην προκειμένη περίπτωση παράλογους- φόβους των ανθρώπων. Η Ελληνική θρησκεία, η ρίζα του ελληνισμού κατά τον Walter F. Otto και ελληνική φιλοσοφία που αναδύθηκε από την μυθολογία των Ελλήνων (Paul Veyne) δεν αναγνωρίζουν την ύπαρξη «σατανάδων», χυδαίων ή εγκληματίων «αγίων» και «κολάσεων». Αυτές οι έννοιες ανήκουν σε μία ξένη και εχθρική προς τον Ελληνισμό θρησκεία και κουλτούρα, σε «δόγματα» που έχουν βάλει φωτιά στο μισό πλανήτη.

Ο σατανάς των χριστιανών οπωσδήποτε δεν μπορεί να ταυτιστεί με τον ελληνικό Εωσφόρο και ρωμαϊκό Lucifer, μα ούτε με το αόριστο και γενικευμένο «κακό», αφού είναι ένα πρόσωπο, και μάλιστα ένα με πολύ συγκεκριμένη «βιογραφία». Τα (πολιτισμικά) έθνη δεν έχουν σατανάδες. Δεν υπάρχει κάτι τέτοιο στη θρησκεία και κοσμοθέαση τους, εξάλλου, δεν ανταποκρίνονται στον ιουδαιοχριστιανικό δυαδισμό. Δεν έχουν την ανάγκη να τρομοκρατούν την κοινωνία τους με σατανάδες και να έχουν μια αποκλείουσα θρησκευτική αντίληψη περί θεού. Ο σατανάς δεν μπορεί, επίσης, να ταυτιστεί με τον Τιτάνα Προμηθέα, ο οποίος συμβολίζει την ανθρώπινη πραγματικότητα, όπως την αντιλήφθηκαν και κατανόησαν οι Έλληνες. Ο μύθος του Προμηθέα είναι η ελληνική ερμηνεία της ανθρώπινης ύπαρξης (Karl Kerenyi). Συμβολίζει την αναγκαιότητα του πόνου για την κατάκτηση της αρετής, αλλά και για την ύπαρξη της συνειδητοποίησης (Carl Gustav Jung). Ο άνθρωπος, υποφέροντας και πονώντας, αποκτά γνώση και αυτογνωσία. Ο πόνος θεωρείται βασική ανθρώπινη εμπειρία. Το μονοπάτι της «εξατομίκευσης» είναι ελικοειδές και οδηγεί στον εν δυνάμει εαυτό μας. Παύουμε να είμαστε τα αιώνια παιδιά, να υπακούμε τυφλά, και επιλέγουμε το δικό μας δρόμο στη ζωή. Οι ελληνικοί μύθοι είναι το αποτέλεσμα εθνικών βιωμάτων και, ως τέτοια, συμβολίζουν αρχετυπικές εμπειρίες. Θα μπορούσαμε να περιγράψουμε την μυθολογία ως την συλλογική μνήμη ενός έθνους, αν και είναι ευστοχότερο να μιλάμε για αντανάκλαση της πραγματικότητας στη συλλογική ψυχή του εκάστοτε (πολιτισμικού) έθνους.

Η συνειδητή ταύτιση ελληνικών μυθολογικών προσώπων με χριστιανικούς μύθους, αυτός ο αισχρός συγκρητισμός δύο αντίθετων κόσμων, δεν συμβαίνει μόνο στον χριστιανισμό, αλλά και στην «Νέα Εποχή» (ένα άλλο εφεύρημα του χριστιανικού κόσμου) με πολύ συγκεκριμένους σκοπούς. Από ιστορική και θρησκειολογική άποψη, η ταύτιση ή, ορθότερα, συγκριτική «σαλάτα» Ελληνισμού - Χριστιανισμού δεν είναι απλώς γελοία, αλλά αποτελεί κακογουστιά, παραποίηση της αλήθειας. Ο σατανάς είναι το πιό καλοστημένο κόλπο των ιουδαϊκών αιρέσεων. Υπό την ολέθρια δράση των χριστιανών εξελίχθηκε,  τουλάχιστον στην Εσπερία και Ρωμιοσύνη, σε κυρίαρχο πρόσωπο ενός επικίνδυνου αρχέτυπου – της «σκιάς». «Σκιά» ονομάζεται στην Αναλυτική Ψυχολογία το άθροισμα όλων εκείνων των  απωθημένων ή περιφρονημένων ψυχικών τάσεων, συμπεριφορικών  χαρακτηριστικών και στοιχείων που δεν ταιριάζουν στην συνειδητή στάση του ασυνείδητου ανθρώπου. Ο Jung μας εξηγεί: «Η σκιά προσωποποιεί οτιδήποτε αρνείται να αναγνωρίσει το υποκείμενο γύρω από τον εαυτό του. Προβάλλεται πάνω στο άτομο άμεσα ή έμμεσα. Για παράδειγμα, κατώτερα χαρακτηριστικά του χαρακτήρα και άλλες ασύμβατες τάσεις» (Άπαντα, 9ος Τόμος). Η «Σκιά» ταυτίζεται ή προβάλλεται ασυνείδητα, συχνά και συνειδητά (με έξωθεν προτροπή) και με φανατικό τρόπο σε άλλους λαούς, σε άλλες θρησκείες, ομάδες κτλ. για να νομιμοποιηθεί η καταπολέμηση και εξαφάνιση ή η κάθε κτηνώδης συμπεριφορά απέναντι τους*.

Αυτό θυμίζει κάτι που παρατήρησε ο Jung:
«Ο αμυντικός μηχανισμός για την αντιμετώπιση της αμφιβολίας είναι η φανατική στάση, γιατί ο φανατισμός δεν είναι τίποτα άλλο από μια προσπάθεια αποσιώπησης της αμφιβολίας.»
Καρλ Γιούγκ: Άπαντα, 6ος Τόμος.

Δεν είναι λίγοι οι άνθρωποι που φοβούνται το άγνωστο και σπεύδουν να το προδικάσουν. Και δεν είναι λίγοι εκείνοι που εκλαμβάνουν καθετί ξένο προς αυτούς ως απειλή, πλάνη ή ως πηγή τάχα του «κακού» (ένας αυστηρά ανθρώπινος όρος χωρίς καμία ισχύ στο σύμπαν), που λόγω προπαγανδιστικής και ανορθολογικής παιδείας ονομάζουν «σατανά». Τους φοβίζει ό,τι δεν καταλαβαίνουν και ο «εμφυτευμένος» στα μυαλά τους φόβος τους οδηγεί σε καχυποψία. Η καχυποψία προσφέρει με τη σειρά της γόνιμο έδαφος για δυσφορία, διάκριση και μίσος.

Κάπου εδώ εισέρχεται και η νευρωτική ιδέα του «μοναδικού καλού» στο παιχνίδι, της «μόνης αλήθειας» ή «μοναδικής αληθινής θρησκείας», του «καλού εναντίον του κακού». Αυτές οι ιδέες συνήθως διδάσκονται σε νεαρή ηλικία, λ.χ. στα πνευματικά ανυπεράσπιστα παιδιά των Δημοτικών Σχολίων. Δεν είναι τίποτα άλλο παρά η μεθοδική πλύση εγκεφάλου στην οποία μας υποβάλλει το εκκλησιαστικό παρακράτος δια μέσω του κράτους. Η αλλοτριωτική νοοτροπία και αφομοίωση είναι απλά λογικές συνέπειες αυτής της πολιτικής. Έτσι κατεβαίνει ο τεχνητά διογκωμένος ναρκισσισμός στην «σκηνή». («Εμείς είμαστε αξιοθαύμαστοι» - «Οι άλλοι είναι τιποτένιοι». «Εμείς είμαστε καλοί» - «Οι άλλοι είναι κακοί». «Εμείς γνωρίζουμε την αλήθεια» - «Οι άλλοι είναι πλανεμένοι». «Εμείς έχουμε δίκιο» - «Οι άλλοι άδικο» κτλ.) Άνθρωποι με τέτοιες ιδεοληψίες αντιλαμβάνονται κάθε κριτική στη διδασκαλία τους ως «ύπουλη» ή «πονηρή επίθεση», ωστόσο θεωρούν τη δική τους κριτική σε άλλες διδασκαλίες ως αγνή προσπάθεια να οδηγήσουν τους «πλανεμένους» «πίσω στο σωστό δρόμο» ή «στην αλήθεια». Δύσκολα μπορούν με καλή διάθεση και πραγματικό ενδιαφέρον να συζητήσουν με άλλους, με μόνο στόχο τον διάλογο, χωρίς να θέλουν να επιβάλλουν δικές τους αντιλήψεις ή να μειώσουν τον απέναντι τους.

Δεν μπορούν να αγαπήσουν και να κατανοήσουν τους άλλους ή τις ουσιαστικές ανάγκες των, αφού κατά βάθος δεν αγαπούν και δεν καταλαβαίνουν τον εαυτό τους. Έχουν αποξενωθεί από τον πραγματικό τους εαυτό. Όμως η αίσθηση αποχής του πραγματικού εαυτού (inner self) είναι η ρίζα της δυστυχίας μας. Δηλαδή, τους λείπει η ικανότητα κατανόησης του συνανθρώπου τους και για το λόγο αυτό είναι ανίκανοι να καταλάβουν τις συγκεκριμένες ανάγκες του, αλλά και να ξεχωρίσουν ανάμεσα στις δικές τους ανάγκες και τις ανάγκες των άλλων, στα δικά τους συμφέροντα και τα συμπφέροντα των άλλων. Ουκ ολίγες φορές θεωρούν ανθρώπους με διαφορετικές απόψεις και αξιακά συστήματα, με διαφορετικές πολιτικές, κοινωνικές και θρησκευτικές αντιλήψεις ή σεξουαλικό προσανατολισμό «προδότες», «πεπλανημένους», «ύπουλους» ή τις επιλογές τους ως προσωπική επίθεση εναντίον τους (νιώθουν ότι θίγεται η ταυτότητα και η εικόνα που έχουν για τον εαυτό τους βλέποντας άλλους να εγκαταλείπουν όσα εκείνοι θεωρούν «ιερά και όσια»). Όσον αφορά την παθολογία του ομαδικού ναρκισσισμού, είναι γνωστό πως το πιο συχνό και χαρακτηριστικό σύμπτωμα του είναι η έλλειψη αντικειμενικότητας και κριτικής συνειδητότητας.

Αυτό το πρόβλημά τους οδηγεί συνεχώς στη σύγκρουση και καχυποψία. Συμπεριφέρονται αντικοινωνικά και ο φόβος (καλά κρυμμένος πίσω από την οργή και επιθετικότητα) που τους κατατρέχει, τους κάνει να συμπεριφέρονται ακόμα πιο παράλογα. Έχουν «επεξεργαστεί» από το κοινωνικό και ψυχαναγκαστικό θρησκευτικό περιβάλλον τους, ώστε να αδυνατούν να σκεφτούν εκτός του νοητικού πλαισίου της «ομάδας» τους. Δεν μπορούν να κατανοήσουν, άρα κατακρίνουν. Δεν μπορούν να σκεφτούν, άρα πιστεύουν. O σατανάς είναι τάχα το δηλητήριο που έχει μολύνει όλους και όλα, με εξαίρεση βέβαια τη θρησκεία τους, η οποία εμφανίζεται ως η μόνη σωτηρία και το απόλυτο αντίδοτο. Όσοι διαφωνούν με αυτήν την παράλογη άποψη περί «κακού» και δεν δέχονται το δόγμα του δυαδισμού, αποκαλούνται «αιρετικοί» ή «πλανεμένοι». Ο σατανάς είναι στην πραγματικότητα το πιο διεστραμμένο και συμπλεγματικό προϊόν του ανθρώπινου νού, ένα από τα πιό τραγικά συμπλέγματα της χριστιανικής ψυχής. Συμβολίζει απωθημένες ορμές, φόβους, μίσος και αυτοκαταστροφικές τάσεις, στο δε θρησκευτικό επίπεδο συμβολίζει το «απόλυτο κακό», αν και ο συμβολισμός αυτός είναι μεταγενέστερος του αρχικού, αφού στον ιουδαϊσμό έχει ένα πολύ διαφορετικό νόημα από εκείνο που του αποδίδουν οι χριστιανοί και μουσουλμάνοι. Στις ιουδαϊκές σέκτες χριστιανισμός και ισλάμ λειτουργεί σαν μηχανισμός τρομοκράτησης και χειραγώγησης του ποιμνίου, το οποίο αποκλείεται από τον κόσμο, την πραγματικότητα και φυλακίζεται στο κελί των παιδιάστικων πεποιθήσεων και της ψευτιάς. Αυτά τα πολιτικά και θρησκευτικά συστήματα καταστρέφουν τις ζωές των ανθρώπων, διαστρέφουν την ιστορία και οδηγούν στον ψυχικό θάνατο, μόνο και μόνο επειδή θέλουν να διαφυλάξουν την εξουσία τους – όπου απουσιάζει η αγάπη κυριαρχεί η θέληση για εξουσία. Δεν χρειάζεται πολύ για να καταλάβει κανείς πόσο αντικοινωνική είναι η ιδέα του «σατανά», η οποία παράγει συνεχώς «αιρετικούς», «κακούς», «εχθρούς» κπλ.

Ο «αιρετικός» θεωρείται για τους θρησκευτικούς ιμπεριαλισμούς υβριστική λέξη, αφού περιγράφει άνθρωπο που καθορίζει ελεύθερα, χωρίς τις ποδοπέδες του δόγματος, τι είναι καλό ή κακό, σωστό ή λάθος, αλήθεια ή ψέμα σύμφωνα με τις δικές του αντιλήψεις, τη νοοτροπία του ή σύμφωνα ακόμη με μια παράδοση που επέλεξε ο ίδιος με βάση την αυτοδιάθεση. Περιγράφει δηλαδή μια προσωπικότητα με σταθερό αξιακό σύστημα, μα πάνω από όλα τον ετερόδοξο. Κάτι που ο χριστιανισμός φοβάται, όπως φοβάται τη γνώση, αφού καθιστά περιττή τη δεισιδαιμονία του. Για το λόγο αυτό μετέτρεψε την αυτογνωσία, αυτονομία και αυθεντικότητα της σκέψης στα μυαλά των οπαδών του σε αμάρτημα.

Ο σατανάς είναι λοιπόν ο ζωντανός φόβος των χριστιανών και μουσουλμάνων, και δεν αφορά τον ελεύθερο άνθρωπο (αφού γνωρίζει πολύ καλά τα παιχνίδια και τις απάτες του μονοθεϊσμού), ιδίως τον Έλληνα, αφού είναι μία έννοια εντελώς ξένη και αντίθετη σε όλα όσα τον χαρακτηρίζουν ώς Έλληνα. Ο σατανάς φαίνεται να απόκτησε αυτόνομη ύπαρξη, την ακριβώς ίδια αυτονομία που έχει η «σκιά» μέσα στο ασυνείδητο, αφού τον έτρεφαν διά τους αιώνες με φόβο, μίσος και την ψυχική ενέργεια των δεισιδαιμονικών πιστών. Όσο «οι πιστοί» φοβούνται την ίδια τους την «σκιά», θα φοβούνται και τον σατανά – την προσωποποίηση των φόβων και ορμών τους. Ωστόσο, με το πέρας των χρόνων πίστεψαν οι μακαριότατοι χειραγωγοί το ίδιο τους το ψέμα, έπεσαν στην παγίδα που έστησαν στα έθνη. Όμως, αντί να κατέβουν στον κάτω κόσμο (προσωπικό ασυνείδητο) για να αντικρίσουν τους «δαίμονες» τους, επιτρέπουν στους φόβους και στα συμπλέγματα τους να τρομοκρατούν τη ζωή τους. Ο χριστιανός ίσως έχει ανάγκη από σατανάδες, αφού βασίζει την τύχη του σε εξωτερικούς παράγοντες και αποδίδει τις ευθύνες για τις συνέπειες των πράξεων του σε μυθολογικά πλάσματα. Ίσως να χρειάζεται τον σατανά για να ησυχάζει το κεφάλι του και να του θυμίζει κάθε μέρα πως δεν βγήκε από «το σωστό δρόμο». Κάθε φορά όμως που ταΐζει αυτό το κατασκεύασμα με φόβο, μίσος και οργή ενεργοποιεί μέσα του τους μηχανισμούς που τον κρατούν φυλακισμένο στο κελί της απάτης και του ανορθολογισμού ενός συστήματος που εδώ και δύο χιλιάδες χρόνια προσπαθεί να αποτελειώσει την ελευθερία, την αγάπη, ηθική, γνώση, αξιοπρέπεια και κάθε ίχνος ανθρωπισμού. Ενός συστήματος που μετέτρεψε κάθε αξία σε αμαρτία. Η ιδέα «σατανάς» είναι το κελί που φυλακίζει τον άνθρωπο.

Το «κακό» ζεί στις καρδιές των ανθρώπων και η ρίζα του είναι η άγνοια (Κλεάνθης ο Άσσιος). Η χριστιανική έννοια του «κακού» θέλει να «απελευθερώσει» τον άνθρωπο από την αίσθηση προσωπικής ευθύνης, θέλοντας έτσι να εξουδετερώσει την πνευματική ανάπτυξη και αυτογνωσία που οδηγούν σε πραγματική ελευθερία, όπου ο άνθρωπος πλέον πατάει με τα δύο του πόδια στο έδαφος και δεν παρασύρεται από τον εξωτερικό κόσμο, ούτε υιοθετεί ασυνείδητα ξένες ή ακόμη ανάξιες ιδέες, εκτός αν το επιθυμεί ο ίδιος (αυτοδιάθεση). Στην μετά χυδαιότητας εποχή η αυτοδιάθεση έγινε πλάνη και η παράλογη υπακοή (φόβος, συναισθηματική εξάρτηση) αρετή. Και εδώ φαίνεται πάλι η διαφορά Ελληνισμού - Χριστιανισμού. Για τον Έλληνα το καλό, η αρετή και η ηθική δεν είναι εντολές των θεών, αλλα κοσμικές πραγματικότητες. Ο σατανάς, η πίστη στην ύπαρξη του, η σατανολατρία (ώς λογική συνέπεια των ιδεοψυχαναγκαστικών αντιλήψεων του χριστιανισμού) και η χριστιανική έννοια του κακού είναι ανάξιες του περήφανου και ελεύθερου ανθρώπου. Ο άνθρωπος που αγωνίζεται για αυτογνωσία και ξέρει τι θέλει, τι χρειάζεται και που βαδίζει, δεν έχει ανάγκη από σατανάδες.

Οι θεοκράτες μας θέλουν φοβισμένους και ταπεινωμένους. Υπό την επιρροή των ο άνθρωπος γίνεται εργαλείο (μαζάνθρωπος) και παύει να ζεί μια αυθεντική ζωή, η οποία προϋποθέτει αυτόνομη σκέψη. Ο άνθρωπος όμως δεν είναι εργαλείο – μετατρέπεται όμως σε εργαλείο προς ικανοποίηση των άνομων ορέξεων των θεοκρατών, αρρωσταίνει. Το βασικό μήνυμα του Ελληνισμού είναι: Μη φοβάσαι. Πράγματι, ο Ελληνισμός προωθεί την αυτογνωσία και μας επιτρέπει να αναλογιστούμε την πραγματικότητα της ύπαρξης μας. Η αυτογνωσία με τη σειρά της μας βοηθάει να ωριμάσουμε και να γίνουμε οι άνθρωποι που καταβάθος είμαστε ή μπορούμε να γίνουμε. Μας βοηθάει να δραπετεύσουμε από τη φυλακή του εγωισμού μας, ώστε να έρθουμε σε επαφή με τον κόσμο γύρω μας. Ο Ελληνισμός στηρίζει τον άνθρωπο στο να βρεί τον εαυτό του.

Με τον πολιτισμό, τη θρησκεία, φιλοσοφία και παιδεία τους οι Έλληνες υλοποίησαν μία από τις πιο βασικές αρετές τους: Την αφοβία. Διότι η αποχή φόβου φέρνει πολιτισμό, κατανόηση και κάλλος.

1 Αυγούστου 2.010


* Όταν ένας πολιτικός ή «εθνάρχης» (σαν τους Χίτλερ ή Τζορτζ Μπους, χωρίς να θέλω να τους συγκρίνω) επιδιώκει συνειδητά μια τέτοια προβολή της «Σκιάς» της ίδιας του της ομάδας σε άλλες εθνικές ή θρησκευτικές ομάδες ή σε διαφορετικά πολιτικά συστήματα για να πραγματοποιήσει τα σχέδια του, τότε χρησιμοποιεί έναν πολύ γνωστό μηχανισμό χειραγώγησης: Τον εθνικισμό, τον οποίο δυστυχώς ταυτίζουν σήμερα με την λογική αγάπη για την πατρίδα, ήτοι φιλοπατρία. 
Η Ιστορία του Διαβόλου (History of the Devil) FULL DOCUMENTARY
https://www.youtube.com/watch?v=zWfAgx2xgSM